- χειμαρρώδης, -ης
- χειμαρρώδης, -ης, -ες γεν. -ους, αιτ. -η, πληθ. ουδ. -η1. ορμητικός, ακατάσχετος.2. πολύ ευφράδης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χειμαρρώδης — like a torrent masc/fem acc pl (attic epic doric) χειμαρρώδης like a torrent masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) χειμαρρώδης like a torrent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμαρρώδης — ες / χειμαρρώδης, ῶδες, ΝΑ [χειμάρρους / χείμαρρος] νεοελλ. μτφ. 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) ορμητικός σαν χείμαρρος (α. «είναι χειμαρρώδης στις αντιδράσεις του» β. «χειμαρρώδης λόγος») 2. (για πρόσ.) ευφράδης («χειμαρρώδης ρήτορας») αρχ. αυτός … Dictionary of Greek
χειμαρρῶδες — χειμαρρώδης like a torrent masc/fem voc sg χειμαρρώδης like a torrent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμαρρώδεις — χειμαρρώδης like a torrent masc/fem acc pl χειμαρρώδης like a torrent masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμαρρώδους — χειμαρρώδης like a torrent masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
γαλλικός — I Ποταμός (75 χλμ.) της κεντρικής Μακεδονίας, ο Εχέδωρος των αρχαίων. Πηγάζει από το όρος Κρούσια, την περιοχή του οποίου αποχετεύει και διαρρέει το ανατολικό τμήμα του νομού Κιλκίς και μέρος του νομού Θεσσαλονίκης. Η λεκάνη απορροής του (996 τ.… … Dictionary of Greek
εννεάκρουνος — Κρήνη της αρχαίας Αθήνας που είναι γνωστή από διάφορα κείμενα. Η τοποθεσία και η ταύτισή της απασχόλησαν ιδιαίτερα τους αρχαιολόγους. Τελικά, με βάση τη συγκριτική μελέτη των σχετικών χωρίων που τη μνημόνευαν, έγινε αποδεκτό ότι οι συγγραφείς των … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek